- μυθιστορηματικός
- η , ό[ν] романический, присущий роману
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυθιστορηματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μυθιστόρημα ή αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά τού μυθιστορήματος («μυθιστορηματική περιπέτεια») 2. αυτός που είναι πλαστός ή φανταστικός. επίρρ... μυθιστορηματικώς και ά με μυθιστορηματικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
μυθιστορηματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μυθιστόρημα: Μυθιστορηματικοί ήρωες. 2. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος: Η εμπειρία που έζησε ήταν μυθιστορηματική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… … Dictionary of Greek
Μόμπεργκ, Βίλελμ — (Vilhelm Moberg, Αλγκουτσμπόντα 1898 – Βέντε, Σουηδία 1973). Σουηδός συγγραφέας. Με το μυθιστόρημα Raskens (1927), το πρώτο ενδιαφέρον έργο του, ο Μ. έδειξε την ικανότητά του στην περιγραφή του περιβάλλοντος των χωρικών, τα προβλήματα των οποίων… … Dictionary of Greek